Οικογενειακός Διαμεσολαβητής : Η θεωρία του Δεσμού

Ο οικογενειακός διαμεσολαβητής χρειάζεται να έχει τις απαραίτητες γνώσεις για να
συνοδεύει τους γονείς απαντώντας στα ερωτήματα και τις αγωνίες τους με τρόπο εύληπτο,
πρακτικό και ανθρώπινο.

Δεν υποκαθιστά άλλους καταρτισμένους επαγγελματίες, όπως π.χ. έναν παιδοψυχολόγο, όμως είναι αναγκαίο να μην αιφνιδιάζεται όταν ανακύπτουν εντός της διαμεσολαβητικής διαδικασίας ζητήματα μη νομικής φύσης – και αυτό γιατί η διαμεσολάβηση ως διαδικασία δίνει χώρο να ακουστεί η φωνή των γονέων για κάθε ζήτημα που τους απασχολεί, ώστε να επιλυθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Σήμερα θα καταπιαστούμε με τη Θεωρία του Δεσμού, για την οποία ολοένα περισσότεροι γονείς ενημερώνονται και γνωρίζουν τη σημασία της για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών τους, υιοθετώντας πτυχές της φιλοσοφίας της.

Τι είναι αυτή η θεωρία, και πώς σχετίζεται με τον χωρισμό των γονέων;

Η θεωρία του συναισθηματικού δεσμού, ή αλλιώς Θεωρία της προσκόλλησης (Attachment
Theory) αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’60 και ’70 από τον Βρετανό ψυχίατρο John Bowlby.

Σύμφωνα με αυτήν, η μητέρα και το μωρό αποτελούν ένα σύστημα που αλληλεπιδρά και
αυτορρυθμίζεται. Η μητέρα θεωρείται ο πρωταρχικός φροντιστής του μωρού, ενώ και άλλοι
ενήλικες μπορούν να αναπτύξουν ρόλο φροντιστή, ανάλογά με τη διαθεσιμότητά τους να
ανταποκριθούν στα μηνύματα που στέλνει το παιδί όταν βιώνει άγχος.

Το βρέφος είναι “προγραμματισμένο” να δημιουργεί δεσμούς προσκόλλησης με τους βασικούς φροντιστές του.

Οι ενήλικες στους οποίους προσκολλάται το μωρό είναι εκείνοι που μπορούν να του δώσουν τη μεγαλύτερη αίσθηση ασφάλειας, και ταυτόχρονα, εκείνοι που μπορούν να του δημιουργήσουν το μεγαλύτερο άγχος όταν φεύγουν από κοντά του.

Ανάλογα με την ευαισθησία που δείχνουν οι φροντιστές στα μηνύματα του μωρού, αυτό αναπτύσσει ασφαλή, ή ανασφαλή (= αγχώδη) συναισθηματικό δεσμό. Όταν δεν καλύπτονται οι βασικές ανάγκες του βρέφους, ή καλύπτονται με τρόπο απρόβλεπτο (άλλοτε καλύπτονται και άλλοτε όχι, υπάρχει συχνή εναλλαγή φροντιστών, σωματική/λεκτική/συναισθηματική κακοποίηση, ή ψυχική νόσος του βασικού φροντιστή κ.λπ.), ο συναισθηματικός δεσμός του παιδιού θα είναι ανασφαλής.

Ο αγχώδης δεσμός εμφανίζεται σε 3 τύπους: αμφιθυμικό, αποφευκτικό και αποδιοργανωμένο.

Ο συναισθηματικός δεσμός του ατόμου ξεκινά από τους πρώτους μήνες της ζωής και αναπτύσσεται ραγδαία έως τα 3, ή ακόμα και έως τα 5 του έτη.

Έχει αποδειχθεί ότι ο τύπος δεσμού που αναπτύσσει το άτομο, το συνοδεύει κατά κανόνα σε όλη την υπόλοιπη ζωή του(χωρίς να αποκλείονται, βέβαια, τραυματικές ή επανορθωτικές εμπειρίες).

Έτσι, από τη δεκαετία του 1980 έχουν γίνει έρευνες που δείχνουν ότι η ποιότητα του δεσμού θα
επηρεάσει την ποιότητα των ενηλίκων σχέσεων, και κυρίως τις ερωτικές σχέσεις του ατόμου.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η νευροεπιστήμη έχει καταλήξει ότι η ανάπτυξη συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου συμπίπτει χρονικά με την περίοδο ανάπτυξης του συναισθηματικού δεσμού. Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι τα γενετικά μας χαρακτηριστικά μπορούν να επηρεαστούν από το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουμε: η έκφραση των γονιδίων διαφοροποιείται μέσω επιγενετικών μεταβολών.

Με άλλα λόγια: ο τρόπος που φερόμαστε στα παιδιά μας μπορεί να επηρεάσει ποια γονίδια θα εκφραστούν και ποια όχι!

Ο ασφαλής δεσμός δημιουργεί ισορροπημένους ανθρώπους.

Ως παιδιά, τα άτομα με ασφαλή δεσμό είναι πιο ανοιχτά στην εξερεύνηση, με ενθουσιασμό, ανεξαρτησία και αυτοπεποίθηση. Οι φροντιστές λειτουργούν ως η ασφαλής βάση του παιδιού, οπότε εκείνο αισθάνεται δυνατό και ελεύθερο να εξερευνήσει τον κόσμο γύρω του, γνωρίζοντας ότι μπορεί, όταν κουραστεί ή φοβηθεί, να επιστρέψει στον φροντιστή του.

Για να αισθάνονται αυτήν την ασφάλεια τα παιδιά, χρειάζεται να μπορούν να πάρουν το ενδιαφέρον και την τρυφερότητα από τους γονείς τους όταν εκείνα έχουν ανάγκη, και όχι όταν οι
φροντιστές επιθυμούν να τα παρέχουν.

Πώς απειλούνται οι δεσμοί προσκόλλησης από τον χωρισμό;

Καταρχάς, οι ίδιοι οι γονείς με τον χωρισμό βιώνουν ένα δύσκολο διάστημα, που συχνά εκτείνεται στο χρόνο πολύ περισσότερο από όσο οι ίδιοι είχαν υπολογίσει.

Δύσκολα συναισθήματα, θλίψη, θυμός, ενοχή, αμφιβολία, καθιστούν πιο δύσκολη την εστίαση στις
ανάγκες των παιδιών τους, ενώ συχνά η ίδια η διαδικασία παραίτησης από τους δεσμούς τους με τον/την πρώην σύντροφο, δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με το αν ήταν σωστή η απόφαση του χωρισμού.

Ταυτόχρονα, το παιδί συνήθως χάνει από την καθημερινότητά του τον έναν γονέα, ο οποίος μετακομίζει και προσπαθεί να δημιουργήσει το νέο περιβάλλον της ζωής του. Συνήθως το διάστημα αυτό της μετάβασης έπεται ενός άλλου διαστήματος συγκρούσεων και καυγάδων, και προηγείται μιας σειράς νομικών διαδικασιών ή και δικαστικών διαμαχών, που εντείνουν τις συγκρούσεις αυτές.

Τα παιδιά, λοιπόν, βιώνουν την πιο μεγάλη αλλαγή και αποσταθεροποίηση της ζωής τους: ένα χρονικό διάστημα που ακόμα και οι ενήλικες το αισθάνονται πολύ δύσκολο.

Όταν οι γονείς απορροφώνται από τα συναισθήματά τους, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες και τους φόβους των παιδιών.

Μια σταθερή απώλεια ανταπόκρισης από τους γονείς, αφήνει ακόμα και τα μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά απροστάτευτα σε έναν άγνωστο και απειλητικό κόσμο. Γιατί, παρόλο που για τους γονείς είναι αδιανόητη η σκέψη εγκατάλειψης των παιδιών τους, ακόμη και τις στιγμές που δεν ανταποκρίνονται στα παιδιά τους, τα ίδια τα παιδιά, όμως, βιώνουν άγχος αποχωρισμού, γιατί δεν έχουν την ωριμότητα να κατατάξουν τις συμπεριφορές αυτές σε ένα πλαίσιο.

Το άγχος αποχωρισμού στα παιδιά εκφράζεται με διάφορους τρόπους: άλλοτε με παλινδρόμηση σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης και φόβους (πιπίλα, εφιάλτες, νυχτερινή ενούρηση, “κρέμασμα” και προσκόλληση στον γονέα), άλλοτε με κλάματα, άλλοτε με εκρήξεις θυμού.

Αυτά τα τελευταία συχνά παρεξηγούνται από τους γονείς (και θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να το γνωρίζουν οι επαγγελματίες του Νόμου, δικαστές και δικηγόροι, και φυσικά, οι οικογενειακοί διαμεσολαβητές): ένα μικρό παιδί που βιώνει τον χωρισμό, και καλείται κάθε τόσο να μετακινείται από τον έναν γονέα στον άλλον, μπορεί να φεύγει από το ένα σπίτι με κλάματα ή θυμό λέγοντας ότι δεν θέλει, και μετά να περνά πολύ ευχάριστα με τον άλλον γονέα.

Οι αντιδράσεις αυτές των παιδιών συνήθως δεν αποτελούν απόδειξη ότι ο γονέας του είναι “κακός” ή ανεπαρκής, αλλά σημάδι ότι βιώνει άγχος αποχωρισμού και πρέπει να ενισχυθεί η φροντίδα του και από τους δύο γονείς του.

Μια από τις βασικές αρχές του Attachment Parenting, εκείνης της φιλοσοφίας ανατροφής των παιδιών που λαμβάνει υπόψη της της Θεωρία της Προσκόλλησης για την υγιή ανάπτυξη του παιδιού, είναι αυτή της ισορροπίας στην οικογένεια, και η ισορροπία μεταξύ οικογενειακής και προσωπικής ζωής.

Οι ρεαλιστικές προσδοκίες από τον εαυτό και από τους άλλους, και η ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου του γονέα μπορούν να συμβάλουν στην κατεύθυνση αυτή.

Η ισορροπία είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται ο ασφαλής συναισθηματικός δεσμός.

Σε μια περίοδο που εξ ορισμού έρχεται μια βαθιά τομή και αλλαγή όπως εκείνη του χωρισμού, η ισορροπία κλονίζεται, ώσπου να δημιουργηθούν νέες ισορροπίες.

Και οι γονείς χρειάζεται να βρουν ανθρώπους, τρόπους και διαδικασίες που θα τους υποστηρίξουν να υποστηρίζουν τα παιδιά τους.

Αυτό που είναι πολύ σημαντικό να θυμάστε είναι ότι ψυχοτραυματικό δεν είναι το γεγονός του διαζυγίου καθαυτό.

Καθοριστικός για την ψυχική υγεία των παιδιών είναι ο τρόπος που οι γονείς διαχειρίζονται τις μεταξύ τους διαφωνίες τόσο πριν, όσο και μετά από τον χωρισμό, ο τρόπος που βρίσκονται (ή δεν βρίσκονται) κοντά στα παιδιά τους, αλλά και η χρόνια βύθιση ενός ή και των δύο γονέων σε αισθήματα μνησικακίας και αυτολύπησης.

Αλέξια Στουραΐτη

Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια – Δικηγόρος

Ψυχοδραματίστρια συνεργάτιδα του ΨΥΚΑΠ

www.restorative.gr

FB: Restorative Διαμεσολάβηση – Ψυχόδραμα – Επανορθωτικοί Κύκλοι

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
Όνομα